ξαποστέλνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαποστέλνω < (ελληνιστική κοινή) ἐξαποστέλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαποστέλνω
- απαλλάσσομαι από κάποιο πρόσωπο, αποπέμπω, διώχνω, κατά κανόνα απότομα ή βίαια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαποστέλνω