ξεβγαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεβγαίνω < ξε- + βγαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεβγαίνω

  1. βγαίνω έξω
    Ό Αντρέας ξεβγήκε πρώτος άπ' τον κρυψώνα μέ τίς ιτιές. (Σπύρος Πλασκοβίτης)
  2. απαλάσσομαι από κάτι, συνήθως από μια υποχρέωση
  3. (μεταφορικά) ανεξαρτητοποιούμαι, χειραφετούμαι
    Τό μικροαστικό κορίτσι ξεβγήκε στήν αρχή πρός μιά κατεύθυνση, τή δασκαλωσύνη. Επειτα ὅμως μπηκε μὲ θάρρος καὶ στὸ Υπουργείο καὶ στὸ γραφείο καὶ στην Τράπεζα καὶ παντού ὅπου της ανοίγεται η πόρτα της τίμιας δουλειας. (Δημήτρης Γληνός)
  4. (σπάνιο) παίρνω κακό δρόμο, συνήθως αναφέρεται σε γυναίκες
    βγήκε στη ρούγα... ξεβγήκε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]