ξεκομμένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκομμένα < ξεκομμένος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξεκομμένα

  1. αποσπασματικά, χωρίς συσχετίσεις, δίχως συνεννόησης για συντονισμό ενεργειών, ανεξάρτητα, αυτόνομα, απομονωμένα
  2. Λειτουργεί ξεκομμένα και κάνει του κεφαλιού της χωρίς να συνεννοείται με έναθρωπο
  3. Πέθανε μόνος, ζούσε πάντα ξεκομμένα, ασκητικά, μονήρες άτομο]]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξεκομμένα