ξεμουχλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμουχλιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεμουχλιάζω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ τη μούχλα από κάτι
  2. (μεταφορικά) αναζωογονούμαι, ξαναβρίσκω τη ζωντάνια μου


Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]