ξεφανερώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεφανερώνω
- κάνω κάτι φανερό, το εμφανίζω
- αποκαλύπτω κάτι
- (μεταφορικά) εκμυστηρεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεφανερώνω
|