οικουρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικουρώ < αρχαία ελληνική οἰκουρῶ < οἰκουρός < οἰκο- + ϝορός (< ὁρῶ)

Ρήμα[επεξεργασία]

οικουρώ

  • μένω στο σπίτι, δε βγαίνω από το σπίτι, κυρίως λόγω ασθένειας
πρέπει να οικουρήσει τουλάχιστον τρεις μέρες εξαιτίας της πνευμονίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]