ολογράφως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολογράφως < (ελληνιστική κοινή) ὁλόγραφος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ολογράφως

  1. γράφοντας κάτι με όλα του τα γράμματα και όχι με κάποιο άλλο σύμβολο, πχ αριθμητικά ψηφία ή συντομογραφίες
    η βαθμολογία του μαθητή συμπληρώνεται στο απολυτήριο αριθμητικώς και ολογράφως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]