παρελθοντολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρελθοντολογώ < παρελθόν + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

παρελθοντολογώ

  1. μιλώ σχετικά με το παρελθόν
  2. αναφέρομαι νοσταλγικά στο παρελθόν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]