πασσαλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασσαλώνω < (ελληνιστική κοινήπασσαλόω / πασσαλῶ < αρχαία ελληνική πάσσαλος

Ρήμα[επεξεργασία]

πασσαλώνω

  1. βάζω πασσάλους
  2. στηρίζω σε πασσάλους ή κάνω έναν φράχτη με πασσάλους

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]