πειράζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πειράζομαι < παθητική φωνή του ρήματος πειράζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πειράζομαι

→ δείτε τη λέξη πειράζω