πιτσιλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιτσιλώ < πιτσιλίζω +

Ρήμα[επεξεργασία]

πιτσιλώ (παθητική φωνή: πιτσιλιέμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]