πιτσιλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιτσιλίζω < (ελληνιστική κοινήπιτυλίζω (ορθογραφική απλοποίηση) < αρχαία ελληνική πίτυλος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.t͡siˈli.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

πιτσιλίζω (παθητική φωνή: πιτσιλίζομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]