προκόπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκόπτω < προ- + κόπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

προκόπτω

  1. προχωρώ
  2. προοδεύω, προκόβω
  3. έχω κέρδος, όφελος
  4. (ειδικότερα) (για ασθένεια) εξελίσσομαι ευνοϊκά