προκόβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προκόβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προκόπτω < πρό + κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kop- (χτυπώ, πλήττω). Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + κόβω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾoˈko.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐κό‐βω

προκόβω, πρτ.: πρόκοβα, αόρ.: πρόκοψα, μτχ.π.π.: προκομμένος, χωρίς παθητική φωνή

  1. ευδοκιμώ, προοδεύω, αναπτύσσομαι
  2. (ειρωνικό, προφορικό) αποτυγχάνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]