ευδοκιμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευδοκιμώ < αρχαία ελληνική εὐδοκιμῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ευδοκιμώ
- (λόγιο) ασχολούμαι με κάτι με επιτυχία, πετυχαίνω
- (λόγιο) ευημερώ
- (ειδικότερα) (για φυτά) βρίσκω ή έχω τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες για να αναπτυχθώ