thrive
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | thrive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thrives |
αόριστος | thrived |
παθητική μετοχή | thrived |
ενεργητική μετοχή | thriving |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- thrive < μέση αγγλική thryven / thriven < παλαιά νορβηγική þrífa < πρωτογερμανική *þrībaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trep-/ *terp- (απολαμβάνω)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]- προκόβω, ευδοκιμώ, ευημερώ, γίνομαι και συνεχίζω να είμαι επιτυχημένος, δυνατός, υγιής κτλ.
- ⮡ He will thrive wherever he goes.
- Θα προκόψει όπου και να πάει.
- ⮡ These plants thrive in warm climates.
- Αυτά τα φυτά προκόβουν/ευδοκιμούν στα ζεστά κλίματα.
- ⮡ He had managed to create the entirely spurious impression that the company was thriving.
- Είχε καταφέρει να δημιουργήσει την εντελώς ψευδή εντύπωση ότι η εταιρεία ευημερούσε.
- ≈ συνώνυμα: flourish
- ⮡ He will thrive wherever he goes.
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)