προκομμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προκομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προκόβω
Μετοχή
[επεξεργασία]προκομμένος
- εργατικός και νοικοκύρης
- (οικείο) (ειρωνικό), (συνήθως με κτητική αντωνυμία) ανεπρόκοπος
- ακόμα να ξυπνήσει η προκομμένη σου;
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προκομμένος