προσηλώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσηλώνομαι, π.αόρ.: προσηλώθηκα, μτχ.π.π.: προσηλωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος προσηλώνω
προσηλώνομαι, π.αόρ.: προσηλώθηκα, μτχ.π.π.: προσηλωμένος