προσομοιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσομοιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

προσομοιάζω

  • που είμαι στο περίπου όμοιος με κατι άλλο, άλλον ή άλλη σχετική περίσταση
    πολλά ηλεκτρονικά παιχνίδια πολεμικού χαρακτήρα προσομοιάζουν το θέατρο της μάχης στον πόλεμο σε ικανοποιητικό βαθμό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]