πυρέσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρέσσω < αρχαία ελληνική πυρέσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
πυρέσσω
- (λόγιο) έχω πυρετό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρέσσω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρέσσω < πῦρ
Ρήμα[επεξεργασία]
πυρέσσω
- θερμαίνομαι
- έχω πυρετό