ρικνούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρικνούμαι < αρχαία ελληνική ῥικνός

Ρήμα[επεξεργασία]

ρικνούμαι

  1. (λόγιο) μαζεύω, ζαρώνω, συρρικνώνομαι
    μετά την επέμβαση παρατηρούμε ότι η ουλή ρικνούται

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]