ρικνούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρικνούμαι < αρχαία ελληνική ῥικνός
Ρήμα[επεξεργασία]
ρικνούμαι
- (λόγιο) μαζεύω, ζαρώνω, συρρικνώνομαι
- μετά την επέμβαση παρατηρούμε ότι η ουλή ρικνούται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρικνούμαι
|