ρομάτζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρομάτζι < (οπτικό δάνειο) αγγλική romaji < ιαπωνική ローマ字 (rōmaji, ρωμαϊκά γράμματα) < ローマ (Ρώμη) + (γράμματα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾo̞ːma̠ʑi/ (ιαπωνική προφορά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρομάτζι άκλιτο

  • τρόπος γραφής των ιαπωνικών λέξεων που χρησιμοποιεί λατινικούς χαρακτήρες
    ⮡  η γραφήρομάτζι (εκφορά με θηλυκό γένος)
    ⮡  τα ρομάτζι σύμβολα, γράμματα (εκφορά με ουδέτερο γένος)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]