ρυμούλκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυμούλκα < ρυμουλκώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυμούλκα θηλυκό, πληθυντικός ρυμούλκες
- (λαϊκότροπο) η ρυμούλκηση
- τον πήγε ρυμούλκα (= ρυμουλκώντας)
- το ρυμουλκούμενο μέσο, αυτό που ρυμουλκείται