Anhänger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Anhänger | die Anhänger |
γενική | des Anhängers | der Anhänger |
δοτική | dem Anhänger | den Anhängern |
αιτιατική | den Anhänger | die Anhänger |
Anhänger (de) αρσενικό