σαραβαλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαραβαλιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σαραβαλιάζω

  1. (μεταβατικό) μετατρέπω κάτι σε σαράβαλο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι σαράβαλο


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]