σετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σετ ουδέτερο άκλιτο
- σύνολο ομοειδών χρηστικών αντικειμένων
- αγόρασα ένα σετ εργαλείων με την εργαλειοθήκη
- τμήμα ενός αγώνα βόλεϊ ή τένις που ολοκληρώνεται όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους κερδίσει έναν προκαθορισμένο αριθμό πόντων
- ο αγώνας έληξε με σκορ 3-0 σετ