σκαντζάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαντζάρω < σκάντζα

Ρήμα[επεξεργασία]

σκαντζάρω

  1. (ναυτικός όρος): αλλάζω, αντικαθιστώ
    σκαντζάρω βάρδια (= αναλαμβάνω ή παραδίδω βάρδια), θα σκαντζάρω τον ναύτη στο τιμόνι για να πάει να ξυπνήσει τον ασυρματιστή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]