σκιαμαχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκιαμαχώ < σκιά + μάχομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

σκιαμαχώ

  1. αγωνίζομαι για κάτι που δεν υπάρχει
  2. μάχομαι με κάτι ή κάποιον που είναι ανύπαρκο ή ανύπαρκτος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]