συγκεκριμενοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκεκριμενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος συγκεκριμενοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

συγκεκριμενοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]