σχολικός τροχονόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σχολικός τροχονόμος < → δείτε τις λέξεις σχολικός και τροχονόμος

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

σχολικός τροχονόμος αρσενικό (θηλυκό σχολική τροχονόμος)

  • υπάλληλος ή εθελοντής που επιβλέπει την ασφαλή διάβαση δρόμων με τροχαία κυκλοφορία από παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο τους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]