τζέντλεμαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζέντλεμαν < αγγλική gentleman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζέντλεμαν αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]