τρίχες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρίχες < πληθυντικός αριθμός του τρίχα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρίχες θηλυκό στον πληθυντικό

  1. μπούρδες, ανοησίες, βλακείες
    ⮡  Πάλι άρχισε τις τρίχες αυτός;

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τρίχες θηλυκό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τρίχες θηλυκό