τρομπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρομπάρω < ιταλική trombare (δείτε και το τρόμπα)

Ρήμα[επεξεργασία]

τρομπάρω

  1. χρησιμοποιώ την τρόμπα
  2. (αργκό) αυνανίζομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]