υπεξαιρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεξαιρώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
υπεξαιρώ
- κλέβω χρήματα που διαχειρίζομαι
- ο ταμίας της τράπεζας κατηγορείται ότι υπεξαίρεσε δύο εκατομμύρια