υπεξαιρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπεξαιρώ < λείπει η ετυμολογία

υπεξαιρώ

  • κλέβω χρήματα που διαχειρίζομαι
ο ταμίας της τράπεζας κατηγορείται ότι υπεξαίρεσε δύο εκατομμύρια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]