embezzle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | embezzle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | embezzles |
αόριστος | embezzled |
παθητική μετοχή | embezzled |
ενεργητική μετοχή | embezzling |
Ρήμα[επεξεργασία]
embezzle (en)