Μετάβαση στο περιεχόμενο

embezzle

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας embezzle
γ΄ ενικό ενεστώτα embezzles
αόριστος embezzled
παθητική μετοχή embezzled
ενεργητική μετοχή embezzling

embezzle (en)