υποσιτίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποσιτίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
υποσιτίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποσιτίζω | υποσίτιζα | θα υποσιτίζω | να υποσιτίζω | υποσιτίζοντας | |
β' ενικ. | υποσιτίζεις | υποσίτιζες | θα υποσιτίζεις | να υποσιτίζεις | υποσίτιζε | |
γ' ενικ. | υποσιτίζει | υποσίτιζε | θα υποσιτίζει | να υποσιτίζει | ||
α' πληθ. | υποσιτίζουμε | υποσιτίζαμε | θα υποσιτίζουμε | να υποσιτίζουμε | ||
β' πληθ. | υποσιτίζετε | υποσιτίζατε | θα υποσιτίζετε | να υποσιτίζετε | υποσιτίζετε | |
γ' πληθ. | υποσιτίζουν(ε) | υποσίτιζαν υποσιτίζαν(ε) |
θα υποσιτίζουν(ε) | να υποσιτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποσίτισα | θα υποσιτίσω | να υποσιτίσω | υποσιτίσει | ||
β' ενικ. | υποσίτισες | θα υποσιτίσεις | να υποσιτίσεις | υποσίτισε | ||
γ' ενικ. | υποσίτισε | θα υποσιτίσει | να υποσιτίσει | |||
α' πληθ. | υποσιτίσαμε | θα υποσιτίσουμε | να υποσιτίσουμε | |||
β' πληθ. | υποσιτίσατε | θα υποσιτίσετε | να υποσιτίσετε | υποσιτίστε | ||
γ' πληθ. | υποσίτισαν υποσιτίσαν(ε) |
θα υποσιτίσουν(ε) | να υποσιτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποσιτίσει | είχα υποσιτίσει | θα έχω υποσιτίσει | να έχω υποσιτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποσιτίσει | είχες υποσιτίσει | θα έχεις υποσιτίσει | να έχεις υποσιτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποσιτίσει | είχε υποσιτίσει | θα έχει υποσιτίσει | να έχει υποσιτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποσιτίσει | είχαμε υποσιτίσει | θα έχουμε υποσιτίσει | να έχουμε υποσιτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποσιτίσει | είχατε υποσιτίσει | θα έχετε υποσιτίσει | να έχετε υποσιτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποσιτίσει | είχαν υποσιτίσει | θα έχουν υποσιτίσει | να έχουν υποσιτίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποσιτίζω