υποσιτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποσιτίζω < υποσιτισμένος (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική undernourished ή γαλλική sous-alimenté). Αναλύεται σε υπο- + σιτίζω

υποσιτίζω (παθητική φωνή: υποσιτίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]