Μετάβαση στο περιεχόμενο

υποσιτισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποσιτισμός οι υποσιτισμοί
      γενική του υποσιτισμού των υποσιτισμών
    αιτιατική τον υποσιτισμό τους υποσιτισμούς
     κλητική υποσιτισμέ υποσιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποσιτισμός < (υποσιτίζω) υποσιτισ- + -μός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sous-alimentation ή από την αγγλική undernourishment [1] Μορφολογικά, αναλύεται σε υπο- + σιτισμός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.po.si.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποσιτισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υποσιτισμός αρσενικό

  • η λήψη ελλιπούς, ελάχιστης τροφής, με αποτέλεσμα να μην τρέφεται καλά ο οργανισμός και να μην αναπτύσσεται ομαλά το σώμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις σιτίζω και σίτος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]