ελλιπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ελλιπής | η | ελλιπής | το | ελλιπές |
γενική | του | ελλιπούς* | της | ελλιπούς | του | ελλιπούς |
αιτιατική | τον | ελλιπή | την | ελλιπή | το | ελλιπές |
κλητική | ελλιπή(ς) | ελλιπής | ελλιπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ελλιπείς | οι | ελλιπείς | τα | ελλιπή |
γενική | των | ελλιπών | των | ελλιπών | των | ελλιπών |
αιτιατική | τους | ελλιπείς | τις | ελλιπείς | τα | ελλιπή |
κλητική | ελλιπείς | ελλιπείς | ελλιπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελλιπής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλλιπής < ἐλ + θέμα λιπ- του λείπω + -ής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.liˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐λι‐πής
Επίθετο
[επεξεργασία]ελλιπής
- που δεν είναι πλήρης ή ολόκληρος, που χρειάζεται συμπλήρωση η επέκταση, λειψός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ελ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)