incomplete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
incomplete (en)
- ανολοκλήρωτος, ατελής
- both claims are incomplete - και οι δύο ισχυρισμοί είναι ατελείς