Μετάβαση στο περιεχόμενο

incomplete

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

incomplete (en)

  1. ανολοκλήρωτος, ατελής
    both claims are incomplete - και οι δύο ισχυρισμοί είναι ατελείς