lacking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός lacking
συγκριτικός more lacking
υπερθετικός most lacking

lacking (en)

  • αυτό που λείπει, δεν έχω τίποτα ή δεν έχω αρκετό από κάτι
    He is lacking courage.
    Του λείπει το θάρρος.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

lacking (en)

Πηγές[επεξεργασία]