υποσιτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποσιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποσιτίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
υποσιτισμένος, -ή, -ο
- που έχει υποσιτιστεί, που έχει στερηθεί την τροφή σε ικανοποιητική ποσότητα και ποιότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα