υποσιτισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποσιτισμένος η υποσιτισμένη το υποσιτισμένο
      γενική του υποσιτισμένου της υποσιτισμένης του υποσιτισμένου
    αιτιατική τον υποσιτισμένο την υποσιτισμένη το υποσιτισμένο
     κλητική υποσιτισμένε υποσιτισμένη υποσιτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποσιτισμένοι οι υποσιτισμένες τα υποσιτισμένα
      γενική των υποσιτισμένων των υποσιτισμένων των υποσιτισμένων
    αιτιατική τους υποσιτισμένους τις υποσιτισμένες τα υποσιτισμένα
     κλητική υποσιτισμένοι υποσιτισμένες υποσιτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποσιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποσιτίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

υποσιτισμένος, -ή, -ο

  • που έχει υποσιτιστεί, που έχει στερηθεί την τροφή σε ικανοποιητική ποσότητα και ποιότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]