φασιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φασιστικά < φασιστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φασιστικά
- με φασιστικό τρόπο
- (για χαιρετισμό) με τεντωμένο το χέρι μπροστά και ελαφρώς προς τα πάνω και την παλάμη τεντωμένη και τα δάχτυλα ενωμένα
- χαιρέτησε φασιστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φασιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φασιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φασιστικό