φευγατίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φευγατίζω
- βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει
- τον έψαχνε η γυναίκα του στο καφενείο και τον φευγάτισαν από την πίσω πόρτα
- εξαφανίζω κάτι, το απομακρύνω
- Φευγάτισέ το προτού μπουκάρει η αστυνομία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φευγατίζω | φευγάτιζα | θα φευγατίζω | να φευγατίζω | φευγατίζοντας | |
β' ενικ. | φευγατίζεις | φευγάτιζες | θα φευγατίζεις | να φευγατίζεις | φευγάτιζε | |
γ' ενικ. | φευγατίζει | φευγάτιζε | θα φευγατίζει | να φευγατίζει | ||
α' πληθ. | φευγατίζουμε | φευγατίζαμε | θα φευγατίζουμε | να φευγατίζουμε | ||
β' πληθ. | φευγατίζετε | φευγατίζατε | θα φευγατίζετε | να φευγατίζετε | φευγατίζετε | |
γ' πληθ. | φευγατίζουν(ε) | φευγάτιζαν φευγατίζαν(ε) |
θα φευγατίζουν(ε) | να φευγατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φευγάτισα | θα φευγατίσω | να φευγατίσω | φευγατίσει | ||
β' ενικ. | φευγάτισες | θα φευγατίσεις | να φευγατίσεις | φευγάτισε | ||
γ' ενικ. | φευγάτισε | θα φευγατίσει | να φευγατίσει | |||
α' πληθ. | φευγατίσαμε | θα φευγατίσουμε | να φευγατίσουμε | |||
β' πληθ. | φευγατίσατε | θα φευγατίσετε | να φευγατίσετε | φευγατίστε | ||
γ' πληθ. | φευγάτισαν φευγατίσαν(ε) |
θα φευγατίσουν(ε) | να φευγατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φευγατίσει | είχα φευγατίσει | θα έχω φευγατίσει | να έχω φευγατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φευγατίσει | είχες φευγατίσει | θα έχεις φευγατίσει | να έχεις φευγατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φευγατίσει | είχε φευγατίσει | θα έχει φευγατίσει | να έχει φευγατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φευγατίσει | είχαμε φευγατίσει | θα έχουμε φευγατίσει | να έχουμε φευγατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φευγατίσει | είχατε φευγατίσει | θα έχετε φευγατίσει | να έχετε φευγατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φευγατίσει | είχαν φευγατίσει | θα έχουν φευγατίσει | να έχουν φευγατίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φευγατίζω
|