φροντιστηριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φροντιστηριακά < φροντιστηριακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
φροντιστηριακά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φροντιστηριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φροντιστηριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φροντιστηριακό