φυρί φυρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
φυρί φυρί ( και φιρί φιρί, ίσως το υ για την διαφορετική προφορά του ı σε σύγκριση με το i)
- επιδιώκοντας, προκαλώντας, για κάτι που πάει να γίνει, που κάποιος "πάει γυρεύοντας" να πετύχει ενώ κατά βάθος δεν τον συμφέρει,
- φιρί φιρί το πας τελικά να τσακωθούμε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυρί φυρί
|