τουρκική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η τουρκική
      γενική της τουρκικής
    αιτιατική την τουρκική
     κλητική τουρκική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουρκική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τουρκικός

Προφορά[επεξεργασία]

τυπογραφικός συλλαβισμός: τουρ‐κι‐κή
ομόηχο: τουρκικοί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουρκική θηλυκό στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τουρκική