φώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φώς < φάος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φώς αρσενικό, γεν. φωτός, πληθ. φῶτες
Δείτε επίσης : φως, φῶς |
φώς αρσενικό, γεν. φωτός, πληθ. φῶτες