χανδάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χανδάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰed- (παίρνω, γραπώνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
χανδάνω
- περιλαμβάνω, περιέχω
- χωρώ
- είμαι δεκτικός, ικανός