χαϊκού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαϊκού < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 俳句 (αστείος στίχος, ονομασία που αποδίδεται και σε παλαιότερα ποιήματα αλλά πιθανότατα καθιερώθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα από τον Μασαόκα Σίκι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαϊκού ουδέτερο άκλιτο
- ιαπωνικό είδος ποίησης το οποίο θεωρείται ως η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο,
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- χαϊκού στη Βικιπαίδεια